- βεργί
- το (Μ βεργίν και βεργίον)1. μικρή, λεπτή βέργα2. κλαδί δέντρου ή θάμνουνεοελλ.1. ιξόβεργα, ξόβεργο2. ξύλινο στεφάνι βαρελιού3. ο πλάστης, με τον οποίο ανοίγονται τα φύλλα της ζύμηςμσν.1. σκήπτρο2. βέλος3. πολεμικό όπλο.[ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. βεργί < μσν. βεργίν, υποκορ. του βέργα].
Dictionary of Greek. 2013.